- ὑδατόχροος
- ὑδατό-χροος, wasserfarbig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὑδατόχροον — ὑδατόχροος pale as water masc/fem acc sg ὑδατόχροος pale as water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδατόχροα — ὑδατόχροος pale as water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδατόχρους — ουν / ὑδατόχρους, ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ὑδατόχροος, οον, Α (λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + χρους / χρόος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. υαλό χρους] … Dictionary of Greek